ἵνα

ἵνα
+ С 179-91-63-133-149=615 Gn 3,3; 4,6(bis); 6,19; 11,7
that, in order that [+subj.] Gn 6,19; id. [+opt.] (after hist. tenses) 4 Mc 17,1; id. [+subj.] (equivalent of ἄν
[*]+subj) 1 Chr 21,18; so that [without verb] Jos 4,6; (so) that (equivalent of ὥστε) Gn 22,14; see that (in commands, introducing a prin-cipal sentence) 2 Mc 1,9;
ἵνα μή [+subj.] that not Gn 3,3; ἵνα τί [+ind.] to what end, why Gn 42,1; id. [τινι +inf.] Gn 27,46; id.
[+subj.] 2 Sm 13,26; why, for what good [abs.] Gn 25,22
Cf. AEJMELAEUS 1982, 68-72; HORSLEY 1983 148; 1989 54; WEVERS 1990 67.132.264.498; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἴνα — ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc/acc dual ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵνα — in that place indeclform (adverb) ἵνα in that place indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Ἵνα γνοίης ἀποτίνων… — См. Своей бедой всяк себе ума купит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα — η 1. πολύ λεπτό νήμα: Κλωστικές ίνες. 2. ό,τι μοιάζει με νήμα: Ίνες των μυών. – Ίνες των φύλλων. – Τεχνητές ίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἶνα — ἴς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • Ζῶμεν οὐχ ἵνα ἐσθίωμεν, ἀλλ’ ἐσθίομεν ἵνα ζῶμεν. — См. О хлебе не жить, да и без хлеба не жить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαρκελ(λ)ίνα — η ελαφρύ και μαλακό ύφασμα από μετάξι, είδος ταφτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”